- διακολακεύομαι
- διακολακεύομαι (Α)συναγωνίζομαι κάποιον στην κολακεία.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
διακολακευόμεναι — διακολακεύομαι vie with each other in flattery pres part mp fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)